βρόντος

βρόντος
ο
1) см. βροντή 1; 2) грохот падения, удара; 3) падение с грохотом;

έφαγε ένα βρόντο — он с грохотом упал, грохнулся;

4) нагоняй, нахлобучка, взбучка (разг );

§ στο βρόντο — бесполезно, впустую, зря; — на ветер (разг );

όλα πάνε στο βρόντο — всё прахом идёт;

μιλώ στο βρόντο — а) говорить всё, что в голову взбредёт; — б) говорить зря, впустую;

άς πάει στο βρόντο! — ну его к чёрту!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βρόντος" в других словарях:

  • βρόντος — ο 1.ο ήχος της βροντής, το μπουμπουνητό. 2. ισχυρός, παταγώδης κρότος που παράγεται από πτώση: Ακούστηκε μεγάλος βρόντος όταν έπεσε από τη σκάλα. 3. φρ., «στο βρόντο», στα χαμένα, άσκοπα, ανώφελα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρόντος — ο 1. βροντή 2. ισχυρός κρότος ή θόρυβος 3. δυνατό χτύπημα, ράπισμα 4. φρ. α) «μιλάει στον βρόντο», «πήγαν στον βρόντο», «πήγαν του βρόντου» μάταια, ανώφελα β) «από κλότσο σε βρόντο» για κάποιον που υφίσταται διαρκή κακομεταχείριση. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση …   Dictionary of Greek

  • τσίμπος — ο, Ν δυνατή τσιμπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τσιμπώ (πρβλ. βρόντος: βροντώ, πήδος: πηδώ)] …   Dictionary of Greek

  • κρότος — ο 1. κρότος που προέρχεται από κρούση ή σύγκρουση, πάταγος, βρόντος: Ακούστηκαν κρότοι πυροβολισμού. 2. ισχυρή εντύπωση, φήμη: Το άρθρο αυτό έκανε μεγάλο κρότο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»